Η Άρτα είναι μια πόλη με πλούσια μυθολογία και ιστορία και με πολύτιμα αξιοθέατα. Γεφύρια, κάστρα, θέατρα, βυζαντινές εκκλησιές και τζαμιά συγκεντρώνονται στο κέντρο της πόλης και με έναν περίπατο μπορείς να τα ανακαλύψεις.
Ξεκινώντας από το μεσαιωνικό κάστρο στον περιφερειακό της πόλης, αφού περιηγηθείτε στο φρούριο και την εσωτερική Ακρόπολη – γνωστή και ως «Ουτς Καλέ» και περπατήσετε στον περίδρομο των πολεμιστών, θαυμάσετε τον πύργο του ρολογιού, έργο του 17ου αιώνα, αλλά και την Πλατεία Εβραίων Μαρτύρων στην είσοδό του, όπου υπήρχε η συναγωγή Γκρέκα και μυηθείτε στην ιστορία της Εβραϊκής Κοινότητας της πόλης θα εισέλθετε στον αστικό ιστό όπου θα συναντήσετε τον βυζαντινό ναό του Αγ. Βασιλείου της Αγοράς, κτίσμα του 13ου αιώνα, με πλουσιότατο κεραμοπλαστικό διάκοσμο (μαίανδροι, ψαροκόκκαλο, δισέψιλον, κυματοειδείς γραμμές, οδοντωτές ταινίες). Μοναδικές στο είδος τους είναι οι δύο εφυαλωμένες πήλινες εικόνες στο ανατολικό αέτωμα, έργα του 14ου αιώνα μ.Χ.
Κινούμενοι στην οδό Βασιλέως Πύρρου, θα φτάσετε στον Ιερό ναό της Αγίας Θεοδώρας, πολιούχου της Άρτας ,εξαίσιο δείγμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο ασημένιες λάρνακες με ανάγλυφη διακόσμηση, οι οποίες περιέχουν τα λείψανα της Αγίας Θεοδώρας και η εικόνα της Αγίας, έργο του 17ου αιώνα μ.Χ.
Σε μικρή απόσταση από το ναό, στην οδό Αράχθου, μπορείτε να Φεϋζούλ Τζαμί. Το Τέμενος Φεϋζούλ είναι το δεύτερο μεγάλο μνημείο της οθωμανικής περιόδου της Άρτας, μετά Τζαμί του Φεϊκ πασά- γνωστό ως το Ιμαρέτ- , που βρίσκεται κοντά στον Άραχθο ποταμό, εκτός πόλης.
Επιστρέφοντας στην οδό Βασιλέως Πύρρου και κινούμενοι νότια, στα αριστερά σας θα συναντήσετε τον Ναό του Απόλλωνα Πύθιου Σωτήρα, ίσως το σημαντικότερο ιερό της Αμβρακίας, η οικοδόμηση του οποίου που χρονολογείται στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους, γύρω στο 500π.Χ.
Ακριβώς απέναντι, βρίσκεται το μικρό θέατρο της Αρχαίας Αμβρακίας, ίσως το κομψότερο της Μεσογείου. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου με αρχές του 3ου αι. π.Χ. , πάνω στις στα θεμέλια λουτρών του 4ου αι. π. Χ., καθώς και τα θεμέλια κτιρίων της κλασικής πόλης.
Νοτιότερα στον ίδιο δρόμο θα συναντήσετε την πλατεία Σκουφά. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, θα αντικρύσετε την «αρχόντισσα» της σημερινής Άρτας και καύχημα των Κομνηνοδουκάδων Δεσποτών της, τον Βυζαντινό ναό της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, κτισμένο στα τέλη του 13ου αιώνα μ.χ. (1285 – 1289). Η πρωτοτυπία του σχεδίου της, οι αρχιτεκτονικές της καινοτομίες και η πλούσια κεραμοπλαστική της διακόσμηση την καθιστούν μοναδικό δείγμα βυζαντινής ναοδομίας σ’ όλο τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η οροφή του Ναού με τους πέντε τρούλους, από τους οποίους ο κεντρικός στηρίζεται πάνω σε διπλούς κίονες και δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται. Υπήρξε καθολικό μεγάλου μοναστηριού, από το οποίο σώζονται επίσης η τράπεζα και 16 κελιά.
Ακολουθώντας την Οδό Κομμένου, λίγο πριν το Δημοτικό Στάδιο της πόλης, αναπτύσσεται ο αρχαιολογικός χώρος της Δυτικής Νεκρόπολης της αρχαίας Αμβρακίας. Η Δυτική νεκρόπολη εκτείνεται κατά μήκος της αρχαίας λεωφόρου- Ιεράς οδού, πλάτους 12 μέτρων, που οδηγούσε στον Άμβρακο, το επίνειο της πόλης στον Αμβρακικό κόλπο.
Σε περίπου 300 μέτρα, παράλληλα με τον Άραχθο βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας. Η παρουσίαση των εκθεμάτων είναι θεματική και περιλαμβάνει τρεις μεγάλες ενότητες: το δημόσιο βίο, τα νεκροταφεία και τον ιδιωτικό βίο των Αμβρακιωτών. Επιπλέον, παρουσιάζονται ευρήματα της περιοχής από την Παλαιολιθική εποχή έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Περιλαμβάνει ποικίλες κατηγορίες αντικειμένων, κυρίως της ελληνιστικής περιόδου, όπως πήλινα αγγεία, όλων των τύπων, ειδώλια, νομίσματα, χάλκινα αγγεία, όπλα, χρυσά, αργυρά αλλά και χάλκινα κοσμήματα καθώς και άλλα, χάλκινα, σιδερένια, μολύβδινα, οστέινα ή υάλινα μικροαντικείμενα. Επίσης, λίθινα αντικείμενα, όπως επιτύμβιες στήλες, αναθηματικά βάθρα, αρχιτεκτονικά μέλη και λιγοστά έργα πλαστικής.
Στα 200 μέτρα περίπου, παράλληλα με τον Άραχθο, θα φτάσετε στο ιστορικό Γιοφύρι της Άρτας, γνωστό από το δημοτικό τραγούδι που περιγράφει τη δυσκολία ανέγερσής του, καθώς «ολημερίς το κτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν», αλλά και το θρύλο του Πρωτομάστορα που θυσίασε τη γυναίκα του για να το θεμελιώσει. Δίπλα του στέκει ο ιστορικός πλάτανος, διατηρητέο Μνημείο της Φύσης από το 1976 κι απ’ την άλλη όχθη, το παλαιό τελωνείο, που σήμερα στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης.
Δεκαπέντε χιλιόμετρα δυτικά της Ροδαυγής, στη θέση Καστρί Γοργομύλου, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Όρραου. Η μικρή καστροπολιτεία των Μολοσσών χτισμένη τον 4 αιώνα π.Χ. ήταν οχυρωμένη με τείχος, που περίζωνε τα περίπου 100 σπίτια της.
Στο χώρο σώζονται κατάλοιπα των πιο καλοδιατηρημένων κατοικιών της κλασικής περιόδου. Ενώ σύμφωνα με τους αρχαιολόγους ανάμεσα στους κλήρους υπήρχαν δρόμοι τριών μέτρων. Στο βόρειο τμήμα του βρίσκεται ο δημόσιος χώρος, ο οποίος περιλαμβάνει μια μεγάλη δεξαμενή και ένα μικρό διοικητικό κτήριο. Πιθανολογείται ότι νοτιοανατολικά υπήρχε κάποιο ιερό.
Η κάτοικοί του ασχολούνταν με την γεωργοκτηνοτροφία, αλλά δεν ήταν καθόλου φτωχοί. Τα σπίτια τους είχαν εμβαδό περί τα 270 τ.μ. και εκτός από τα υπνοδωμάτια διάθεταν δωμάτια υπηρεσίας, χώρους συμποσίων και λουτρών, υφαντήριο, αλλά και χώρο εργασίας όπου αποθήκευαν τα γεωργικά εργαλεία τους. Επίσης, στάβλους για τα άλογα.
Η πύλη της εισόδου μέσα από έναν διάδρομο οδηγούσε σε μια αυλή. Οι οικία που σώζεται έχει στο κέντρο της αυλής μια μεγάλη εστία. Στους πετρόχτιστους τοίχους διακρίνονται σχισμές, προφανώς για τον φωτισμό του σπιτιού, αντί παραθύρων. Ο χώρος των ανδρών ξεχώριζε γιατί διέθετε μεγάλα παράθυρα με ξύλινα παραθυρόφυλλα.
Το Όρραον ήταν η μόνη απ’ τις τέσσερις γνωστές Μολοσσικές πόλεις που πρόβαλε αντίσταση στους Ρωμαίους, χωρίς όμως να γλιτώσει κι αυτό την καταστροφική μανία του Αιμίλιου Παύλου το 168/167 πΧ. Αυτό ήταν και το τέλος του.
Αφήνοντας τη δυτική πλευρά του Αράχθου, ο δρόμος οδηγεί στην Πλάκα, που είναι γνωστή για το περίφημο τοξωτό γεφύρι της, που αν και ο Άραχθος το παρέσυρε στο διάβα του το 2015, η πολιτεία φρόντισε για την ανακατασκευή του και στέκει ακόμη εκεί να ενώνει τις όχθες του. Στην άκρη του, σώζεται το δίπατο λιθόκτιστο κτίριο, που λειτούργησε ως ελληνικό φυλάκιο και τελωνείο μέχρι το 1913, αποτέλεσε φρουραρχείο του ΕΛΑΣ στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης κι εκεί υπογράφηκε η ιστορική συμφωνία της Πλάκας το 1944, μεταξύ ΕΛ.Α.Σ. και ΕΔΕΣ για οριστική κατάπαυση των εμφύλιων εχθροπραξιών.
Στο σημείο δραστηριοποιούνται πολλές εταιρείες παροχής υπηρεσιών εναλλακτικού τουρισμού, που προσφέρουν συναρπαστικές καταβάσεις rafting στους ορμητικούς ποταμούς Άραχθο και Καλαρρύτικο και οργανώνουν πεζοπορικές διαδρομές στη γύρω περιοχή.
Ακολουθώντας τις πινακίδες από τον κεντρικό δρόμο μπορείτε να βρεθείτε στην Άγναντα, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά των Τζουμέρκων, με πυκνά δάση ελάτων, πλατάνων, κουμαριάς και ερείκης, αλλά και πηγαία νερά, που κινούν τους νερόμυλους, τις νεροτριβές και τα μαντάνια , ιδιοκτησίες της εκκλησίας. Εκεί βρίσκεται και το Λαογραφικό Μουσείο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων.
Ανηφορίζοντας από τον κεντρικό δρόμο συναντάτε την είσοδο του σπηλαίου της «Ανεμότρυπας», με τους μοναδικά σμιλευμένους χρωματιστούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες αλλά και τις τρεις λιμνούλες σε αποχρώσεις του ορείχαλκου και του άσπρου, που έχουν σχηματιστεί με την πάροδο των χρόνων.
Με την κορυφή των Τζουμέρκων, Στρογγούλα, να ορθώνεται επιβλητική θα φτάσετε στο χωριό των κτηνοτρόφων και κεφαλοχώρι των Τζουμέρκων, τα Πράμαντα, που είναι χτισμένα στη σκιά της.
Αν κινηθείτε βορειότερα θα συναντήσετε το μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Συγκούνα, που στεφανώνει τις όχθες του Καλαρρύτικου ποταμού.
Οδηγώντας προσεκτικά σε ένα δρόμο με πολλές στροφές, επάνω από το φαράγγι του Καλαρρύτικου ποταμού θα αντικρίσετε την Μονή της Κηπίνας γατζωμένη σε έναν κατακόρυφο βράχο, η ίδρυση της οποίας χρονολογείται στον 13ο αιώνα. Η πρόσβαση στη μονή γίνεται από ένα μονοπάτι που είναι λαξευμένο στον βράχο και μια κρεμαστή ξύλινη γέφυρα, την οποία σήκωναν οι μοναχοί για να αποκόπτουν την πρόσβαση.
Συνεχίζοντας την πορεία σας φτάνετε στο πετρόχτιστο χωριό των Καλαρρυτών, ένα από τα δύο βλαχόφωνα χωριά, που τα χωρίζει η απόκρημνη χαράδρα του Καλαρρύτικου. Οι Καλλαρύτες είναι κτισμένοι στην πλαγιά Πουλιάνα στα 1.200μέτρα υψόμετρο, ενώ ακριβώς απέναντι το Συρράκο στην πλαγιά του όρους Λάκμος στα 1.150 μέτρα, κυριολεκτικά κρεμασμένο πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Χρούσιου. Τα δυο χωριά ενώνονται με πεζοπορικό μονοπάτι άγριας ομορφιάς και μερικά απότομα σημεία. Πρόκειται για μια διαδρομή 1-1.30 ώρες, που αρχικά κατηφορίζει προς τον Χρούσιο ποταμό και στην συνέχεια γίνεται ανηφορική.
Αφήνοντας πίσω μας το ιστορικό γεφύρι της Άρτας κατευθυνόμενοι νότια και αφού διασχίσουμε την πεδιάδα της Άρτας με τους περίφημους πορτοκαλεώνες και τις καλλιέργειες ακτινιδίων, προσεγγίζουμε το λιμανάκι της Σαλαώρας, όπου οι ψαράδες της περιοχής δένουν τις βάρκες τους.
Μπροστά μας απλώνεται το απέραντο γαλάζιο του Αμβρακικού κόλπου. Ενός από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους υδροβιότοπους της Ελλάδας, που εκτός από τα δέλτα των ποταμών Αράχθου και Λούρου αποτελείται από τις λιμνοθάλασσες Ροδιάς, Λογαρού, Τσουκαλού και πολλές μικρότερες, που εναλλάσσονται με τις λουρονησίδες και τους λασπότοπους. Φιλοξενεί περί τα 290 είδη σπάνιων πουλιών και ως εξ αυτού προσφέρεται για ορνιθοπαρατήρηση και εκτός των άλλων είναι γνωστός για τα ρινοδέλφινά του, και τις θαλάσσιες χελώνες, τα χέλια, αλλά και την γαρίδα του (γάμπαρη Αμβρακικού).
Σε περίπου 8 χλμ, ακολουθώντας τη λωρίδα γης, που χωρίζει τον Αμβρακικό κόλπο με την λιμνοθάλασσα Λογαρού, κι ενώ παρατηρούμαι στα δεξιά μας τα ιβάρια (φυσικά ιχθυοτροφεία), φτάνουμε στην Κορωνησία. Το μικρό χωριό των ψαράδων με το γραφικό λιμανάκι.
Αξίζει να επισκεφτείτε το δάσος στο Πέρα νησί, περπατώντας στις αμμολωρίδες που σχηματίζονται κυκλικά από την μικρή λιμνοθάλασσα Σακολέτσι, το ναό της Παναγίας της Κορωνησίας και να θαυμάσετε τις αξιόλογες τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, αλλά και παρεκκλήσι του τοπικού αγίου Όσιου Ονούφριου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, η Κούλια – το παρατηρητήριο των Οθωμανών στον Αμβρακικό κόλπο.
Ένας ακόμη όμορφος προορισμός στον Αμβρακικό κόλπο είναι το λιμανάκι της Κόπραινας, που απέχει μόλις 19 χλμ από την πόλη της Άρτας ακολουθώντας την παλιά Εθνική Οδό Άρτας- Αγρινίου.
Γνωστή από την ταινία του σκηνοθέτη Ντίνου Δημόπουλου , τα «Δελφινάκια του Αμβρακικού» βρίσκεται στις εκβολές του Βωβού ποταμού που διοχετεύει γλυκό νερό στη λιμνοθάλασσα του Άγριλου.
Στο λιμάνι ορθώνονται τα επιβλητικά αναπαλαιωμένα πέτρινα κτίρια, του παλιού τελωνείου, αποθηκών και ξενοδοχείου, μάρτυρες του ανθηρού εμπορικού παρελθόντος του οικισμού, που μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, αποτέλεσε το βασικό διαμετακομιστικό κέντρο της Άρτας. Σήμερα λειτουργούν εκεί το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Βιβλιοθήκη, αίθουσα δραστηριοτήτων, εργαστήρια), το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας με πλούσια εκθέματα της έμβιας ζωής του Αμβρακικού κόλπου, και το Μουσείο Αλιείας, στην είσοδο του οποίου απλώνονται οι ράγες και τα βαγονέτα, που άλλοτε φορτωμένα με εμπορεύματα κυλούσαν από το παλιό λιμάνι.
Βαδίζοντας για περίπου ένα χιλιόμετρο, το λιθόκτιστο καλντερίμι ανάμεσα στα αρμυρίκια, τα λιμπάρντα και τις πικροδάφνες, έχοντας δεξιά μας το Βωβό ποταμό, φτάνουμε στον φημισμένο Φάρο της Κόπραινας, όπου λειτουργεί και Μουσείο Φάρων.